- αμφιζανω
- ἀμφιζάνωἀμφ-ιζάνωсадиться кругом, оседать
χιτῶνι ἀμφίζανε τέφρη Hom. — пепел покрыл платье
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χιτῶνι ἀμφίζανε τέφρη Hom. — пепел покрыл платье
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφιζάνω — ἀμφιζάνω (Α) επικάθημαι, απλώνομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἱζάνω < θ. ἱζ , ἵζω + ριζική επαύξηση αν + ω] … Dictionary of Greek
ἀμφίζανε — ἀμφί̱ζανε , ἀμφιζάνω sit on imperf ind act 3rd sg ἀμφιζάνω sit on pres imperat act 2nd sg ἀμφιζάνω sit on imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek